Διαβάζουμε πως στην συν-Κυκλαδίτισσα Πάρο έχει να πέσει νερό εδώ και 7 μήνες, από τον περασμένο Απρίλιο, μήνα κατά τον οποίο είχε βρέξει ελάχιστα. Το 2024 από 1η Ιανουαρίου μέχρι σήμερα ο υετός που καταγράφηκε ήταν μόλις 186 χιλιοστά. Η κατάσταση εμπνέει πλέον ανησυχία καθώς οι επιπτώσεις είναι σοβαρές. Σε πηγάδια και γεωτρήσεις στην ενδοχώρα του νησιού το νερό που αντλείται είναι υφάλμυρο, αφού βάθυνε λόγω της ανομβρίας ο υδροφόρος ορίζοντας και η θάλασσα έχει εισχωρήσει κάτω από τη γη της Πάρου. Σε γεωτρήσεις και πηγάδια δε που απέχουν 2 – 2,5 χιλιόμετρα από την ακτή το νερό είναι αμιγώς θαλασσινό.
Σοβαρές είναι οι συνέπειες στην αγροτική παραγωγή που έχει πληγεί σχεδόν ανεπανόρθωτα. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αν δεν βρέξει ικανοποιητικά έως τα τέλη Δεκεμβρίου, ίσως χρειαστεί να ληφθούν έκτακτα μέτρα για τη διαχείριση και χρήση του νερού στο νησί.
Ως γείτονας και η Σέριφος θα πρέπει να ανησυχεί, αφού κι εδώ η κατάσταση με την ανομβρία είναι το ίδιο απελπιστική. Και η υφαλμύρωση καραδοκεί…
Τι είναι η υφαλμύρωση
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την υπεράντληση υδάτων στις παράκτιες περιοχές. Αν θέλαμε έναν επιστημονικό ορισμό, θα λέγαμε πως υφαλμύρωση (ή υφαλμύρινση) είναι η θαλάσσια διείσδυση στην στεριά, όταν οι απολήψιμες ποσότητες υπόγειου νερού υπερβούν την ικανότητα της ασφαλούς απόδοσης ενός παράκτιου υδροφόρου συστήματος. Οι έντονες αντλήσεις στις παράκτιες περιοχές ελαττώνουν ή αναστρέφουν τη φυσική υδραυλική βαθμίδα προς τη θάλασσα με συνέπεια τη διείσδυση του θαλασσινού νερού προς την ενδοχώρα.
Με δεδομένο ότι το γλυκό και το θαλασσινό νερό έχουν διαφορετικές πυκνότητες και δεν αναμιγνύονται, σχηματίζεται ανάμεσα τους μια διεπιφάνεια, που το σχήμα της καθορίζεται από το υδροδυναμικό ισοζύγιο μεταξύ των δυο υγρών, όπου τα δύο ρευστά βρίσκονται σε επαφή. Κατά τους Ghyben (1888 και 1889) και Herzberg (1901), όπως αναφέρονται από τον Χρυσανθόπουλο (2016) και πολλούς άλλους, υπάρχει ένα σημείο, όπου συναντώνται οι διατομές της ακτής, της διεπιφάνειας, της στάθμης της θάλασσας και του υδροφορέα. Η κίνηση του αλμυρού νερού προς τη στεριά, το πάχος της μεταβατικής ζώνης γλυκού-αλμυρού νερού και η ροή στις τρεις υπόγειες ζώνες (γλυκού, αλμυρού και ενδιάμεσης ποιότητας νερού) φαίνεται στην Εικόνα 1. Το πάχος της μεταβατικής ζώνης γίνεται μεγαλύτερο κοντά στην ακτή, εκεί όπου τα παλιρροιακά φαινόμενα είναι έντονα.
Όταν ένας υδροφορέας περιέχει ένα υποκείμενο στρώμα υφάλμυρου νερού και αντλείται από μια γεώτρηση που το διατρύει, τότε παρατηρείται μια τοπική ανύψωση της διεπιφάνειας. Η μείωση του υδραυλικού φορτίου λόγω εντατικής μείωσης του φυσικού εμπλουτισμού προκαλεί υφαλμύρωση του υπόγειου νερού όταν η ανύψωση της διεπιφάνειας υπερβεί ένα καθορισμένο όριο.
Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Οι γεωτρήσεις, νόμιμες και παράνομες, λειτουργούν «στο φουλ» τους θερινούς μήνες. Η ανορθολογική χρήση του νερού, αλλά και η κλιματική κρίση, που σε πολλές περιοχές έχει ρίξει τη στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ακόμα και κατά 10 μέτρα, περίπου όσο το ύψος μιας τετραώροφης πολυκατοικίας, συνεισφέρει επίσης στο φαινόμενο της υφαλμύρωσης. Πώς συνδέεται η πτώση της στάθμης των υπόγειων υδάτων με την υφαλμύρωση; Με πολύ απλά λόγια, το γλυκό νερό λειτουργεί σαν ένα είδος «φράγματος» για το θαλασσινό. Όταν λοιπόν η στάθμη του πέσει πολύ, το θαλασσινό νερό διεισδύει προς την ενδοχώρα, καθώς το φράγμα αυτό «πέφτει», γιατί αναστρέφεται η φυσική υδραυλική βαθμίδα προς τη θάλασσα. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο, αλλά επιδεινώνεται τα τελευταία χρόνια.
Πολύ εκτεταμένο είναι το πρόβλημα της υφαλμύρωσης γενικά στην Ελλάδα, λόγω του μεγάλου μήκους των ακτών της, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Κωνσταντίνος Κατσιφαράκης. Το πρόβλημα, που είναι εμφανές σε σχεδόν όλα τα νησιά, ακόμα και στην Κρήτη, αφορά κυρίως τα υπόγεια ύδατα, αλλά υπάρχει αλμυρή διείσδυση και στις εκβολές των ποταμών. «Έχει να κάνει και με τον τουρισμό -λόγω της χρονικής και χωρικής συγκέντρωσης της κατανάλωσης νερού, τέσσερις μήνες τον χρόνο, σε συγκεκριμένες περιοχές- αλλά και με την οικιστική ανάπτυξη των περιοχών αυτών». Φυσικά κύριος παράγοντας είναι η μείωση του ρυθμού αναπλήρωσης των υπογείων υδάτων μέσω της κατείσδυσης του νερού της βροχής. Και όταν δεν υπάρχει βροχή, δεν υπάρχει και κατείσδυση, και ο υδροφόρος ορίζοντας όλο και κατεβαίνει, μέχρι να φτάσει το επίπεδο της θάλασσας με τα γνωστά αποτελέσματα.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Η υφαλμύρωση θεωρείται ρύπανση, καθώς όταν το αλάτι διεισδύσει στο γλυκό νερό, αυτό δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για τις περισσότερες από τις συνήθεις χρήσεις. Πόσο εύκολη είναι η απορρύπανσή του; «Η μεν φυσική απορρύπανση είναι χρονοβόρος διαδικασία, γιατί χρειάζεται να περάσουν μήνες ή και χρόνια, μέχρις ότου ανέβει η στάθμη του γλυκού νερού. Στην περίπτωση της αφαλάτωσης, το θέμα δεν είναι ο χρόνος, αλλά η δαπάνη ενέργειας. Ακόμα και για απορρύπανση με την αντίστροφη όσμωση χρειάζεται να ξοδευτεί πολλή ενέργεια, για να πάρουμε καθαρό νερό» επισημαίνει ο κ.Κατσιφαράκης. Πιο πρόσφορα, εκτιμά, είναι τα μέτρα πρόληψης, όπως ο εμπλουτισμός του υδροφόρου ορίζοντα με την αποθήκευση υπόγειων υδάτων μέσω μικρών φραγμάτων, «όπως έκανε ο μεγάλος Μανώλης Γλέζος στην Απέραθο της Νάξου».
Επίσης, σε παράκτιες περιοχές, όπου αναπτύσσονται νέες τουριστικές εκμεταλλεύσεις θα μπορούσαν να εφαρμόζονται κάποια απλά αλλά σημαντικά μέτρα, όπως η εγκατάσταση διπλού κυκλώματος νερού, ώστε να αντλείται υφάλμυρο ή αλμυρό νερό για χρήση ειδικά στις τουαλέτες, κάτι που ήδη εφαρμόζεται με επιτυχία σε ορισμένες άλλες χώρες. «Χρειάζεται επίσης να βελτιωθεί η νομοθεσία, ώστε να καθοριστούν καλύτερα οι αρμοδιότητες φορέων και οργανισμών, γιατί σήμερα υπάρχουν πολλοί υπεύθυνοι για το ίδιο θέμα, κάτι που δεν λειτουργεί αποτελεσματικά» καταλήγει ο καθηγητής.
Για τη βελτίωση της ποιότητας του αντλούμενου νερού από αυτούς τους υδροφορείς και τον περιορισμό του φαινομένου της διείσδυσης της θάλασσας (συχνά μη αντιστρέψιμου) μερικά από τα απαιτούμενα μέτρα είναι:
(α) Συνεχής έλεγχος της ποιότητας των υπόγειων νερών ειδικά στις “ευαίσθητες” περιοχές και κατασκευή σχετικών χαρτών υφαλμύρωσης.
(β) Περιορισμός του συνεχούς χρόνου άντλησης, καθώς και καθορισμός της αντλούμενης κρίσιμης παροχής.
(γ) Ανύψωση της αντλίας στις γεωτρήσεις, όπου εντοπίζεται πρόβλημα υφαλμύρωσης.
(δ) Επιπλέον ελάττωση της αντλούμενης παροχής στις γεωτρήσεις, όπου η υδροστατική στάθμη είναι κάτω από το επίπεδο της θάλασσας.
(ε) Κατασκευή στεγανού διαφράγματος παράλληλα προς την ακτή σε όλο το πάχος του υδροφορέα, ώστε να εμποδίζεται η διείσδυση θαλασσινού νερού.
(ζ) Η δυνατόν συνεχής άντληση αλμυρού νερού από γεωτρήσεις κοντά στη θάλασσα, ώστε να δημιουργείται φραγμός διείσδυσης του στον παράκτιο υδροφορέα.
(η) Υπολογισμός της ελάχιστης απόστασης των γεωτρήσεων από την ακτή, αλλά και μεταξύ τους για μια επιλεγμένη παροχή άντλησης.
(θ) Τεχνητός εμπλουτισμός των υδροφορέων που έχουν τάση υφαλμύρωσης με την αξιοποίηση των επιφανειακών χειμερινών απορροών ή επεξεργασμένων εκροών αστικών υγρών αποβλήτων.
Και (ι) Πειραματική μελέτη, κατά περίπτωση, έτσι ώστε να είναι δυνατή εκμετάλλευση των παράκτιων καρστικών συστημάτων με τη σωστή επιλογή του συστήματος υδρομάστευσης
(Με στοιχεία από : https://rethnea.gr/, https://www.lifo.gr/, https://parianostypos.gr/. )