Το νησί της Σερίφου είναι ταυτισμένο με τα μεταλλεία της. Κατά την αρχαιότητα ήταν υπολογίσιμη δύναμη λόγω των κοιτασμάτων που διέθετε, γεγονός που της επέτρεψε κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. να αποκτήσει δικό της νόμισμα.

Στην Σέριφο συναντάμε κυρίως μεταλλεύματα από τα οποία παράγεται ο σίδηρος (αιματίτη και μαγνητίτη), που απαντώνται με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης σιδηρομεταλλεύματος. Αυτά εξορύχθηκαν κατά τους νεότερους χρόνους, ενώ κατά την αρχαιότητα εξορυσσόταν χαλκός στη θέση Κούντουρο, όπως μαρτυρούν τα υπολείμματα σκωρίας από εκκαμίνευση χαλκού στη θέση «Σκουριές» από την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα.

Υπάρχουν διάσπαρτα ευρήματα στο νησί που μαρτυρούν πως οι εργασίες εξόρυξης συνεχίστηκαν και επί Ρωμαϊκών Χρόνων. Αλλά αυτοί που οργάνωσαν συστηματικά τη λειτουργία των μεταλλείων ήταν οι Βενετοί, οι οποίοι έφεραν στο νησί σκλάβους για να αυξήσουν την παραγωγή για τις ανάγκες του ναυτικού τους στόλου.

Τον 16ο αιώνα η Σέριφος πέφτει στα χέρια των Οθωμανών και η εξόρυξη σταματά ουσιαστικά μέχρι το 1861, οπότε τα μεταλλεία αρχίζουν και πάλι να λειτουργούν με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα. Το 1869-70 την εκμετάλλευσή τους αναλαμβάνει η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρία –που ανήκε στην Εθνική Τράπεζα– και την ίδρυσαν επιφανείς καθηγητές, πολιτικοί και κτηματίες. 

Η αποτυχημένη απόπειρά της όμως για παραγωγή σιδήρου στην Κύμη Εύβοιας, με αναγωγή του λιγνίτη που εξορυσσόταν εκεί σε υψικάμινο, καθώς και η συγκυρία μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης, την οδήγησε στη διακοπή των δραστηριοτήτων της το 1875, έχοντας εξορύξει μόλις 4.500 τόνους σιδηρομεταλλεύματος.

Ακολούθησε η εταιρία Σέριφος Α.Ε. που από το 1873 ξεκίνησε την εκμετάλλευση χαλκού και αργυρομολύβδου. Ξεκίνησε με μια μικρή ομάδα Ιταλών μεταλλωρύχων και έφτασε να απασχολεί 200 εργάτες. Από το 1901 έως και το 1905 εξόρυξε 123.000 τόνους σιδηρομεταλλεύματος, αλλά την πρόλαβε η κρίση στην αγορά του σιδηρομεταλλεύματος με αποτέλεσμα να μειώσει την παραγωγή της, να διακόψει τις εργασίες της και τελικά, το 1910, να εκμισθωθεί στην εταιρία Σέριφος-Σπηλιαζέζα.

Η Σέριφος-Σπηλιαζέζα (Societe des Mines de Spiliazzeza au Lavrium et de Seriphos), ιδρύθηκε το 1880 στο Παρίσι από Έλληνες τραπεζίτες της Κωνσταντινούπολης, όπως ο Ανδρέας Συγγρός, Γάλλους κεφαλαιούχους και την Οθωμανική Τράπεζα. Επικεφαλής του έργου ορίστηκε ο Γερμανός μηχανικός και Μεταλλειολόγος Αιμίλιος Γκρώμαν. Αυτός ανέπτυξε τις υποδομές εξόρυξης και μεταφοράς του σιδηρομεταλλεύματος και κατάφερε να αυξήσει την παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος που την περίοδο 1890 έως 1899 έφτασε τους 1.125.404 τόνους. Το 1902 αγόρασε τις παραχωρήσεις που διέθετε μια βελγική εταιρία και το 1910 μίσθωσε τα μεταλλεία της Σέριφος Α.Ε.

Τον Αιμίλιο Γκρώμαν διαδέχθηκαν, ο γιος του Γεώργιος και τον τελευταίο ο δικός του γιος Αιμίλιος Γ. Γκρώμαν. Αν εξαιρέσει κανείς την περίοδο 1935-1940, οπότε και παρατηρήθηκε μια ανάκαμψη, η παραγωγή ήταν μικρή, με αποτέλεσμα την μεγάλη μείωση του εργατικού προσωπικού. Οι Γκρώμαν προχώρησαν και σε αγορές μεγάλων εκτάσεων στη ΝΔ Σέριφο, οι οποίες αργότερα πωλήθηκαν στην Σέριφος-Σπηλιαζέζα. 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Αιμίλιος Γ. Γκρώμαν ήταν αξιωματικός του Γερμανικού Στρατού. Μετά τη λήξη του πολέμου φυγαδεύτηκε με γερμανικό υποβρύχιο ως δωσίλογος. Τα μεταλλεία συνέχισαν να λειτουργούν με υπεργολάβους έως και το 1963 οπότε και σταμάτησε κάθε μεταλλευτική δραστηριότητα.

 

H Μεγάλη Απεργία

Επί διεύθυνσης Γκρώμαν οι εργασιακές συνθήκες ήταν σκληρές, με εξοντωτικά ωράρια και παντελή έλλειψη μέτρων προστασίας των εργατών. Οι Γκρώμαν προσπάθησαν να δείξουν «φιλεργατικό» πρόσωπο μέσω της παροχής υπηρεσιών στους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Χαρακτηριστικά, στα τέλη του 19ου αιώνα ίδρυσαν τη Γρωμάνειο Σχολή στο Μεγάλο Λιβάδι για τη μόρφωση των παιδιών των εργατών. Επίσης έκτισαν νοσοκομείο, φαρμακείο, ιαματικά λουτρά, δυο εκκλησίες και ταμείο αλληλοβοήθειας εργατών –από κρατήσεις στο ημερομίσθιο των εργατών και στα κέρδη των εργολάβων. Παρ’ όλα αυτά, οι εργάτες απαιτούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, όπως ασφάλεια στις στοές, καλύτερα ωράρια και μεγαλύτερο μεροκάματο.

Τον Ιούνιο του 1916, λίγο πριν ξεσπάσει ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος, και ενώ η μεταλλευτική αγορά μαστίζεται από μεγάλη κρίση, οι εργάτες, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Σπέρα, ενός μορφωμένου συνδικαλιστή, ίδρυσαν σωματείο με την επωνυμία «Σωματείο Εργατών Μεταλλευτών Σερίφου». Μέσω του Σωματείου προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση με την εταιρία έχοντας αιτήματα σχετικά με την εξασφάλιση ασφάλειας στις μεταλλευτικές στοές, τον έλεγχο του Σωματείου στο ταμείο αλληλοβοήθειας, την αύξηση της απασχόλησης και την καθιέρωση του οκταώρου όπως προέβλεπε η σχετική νομοθεσία. Η εταιρία είπε όχι σε όλα και κήρυξε παύση των εργασιών ως μέσο πίεσης προς τους εργάτες για να παραιτηθούν από τις αξιώσεις τους. Οι εργάτες όμως όχι μόνο δεν υποχώρησαν αλλά κήρυξαν απεργία αρνούμενοι να φορτώσουν πλοία με σιδηρομετάλλευμα.

Η εταιρία ζήτησε από τις αρμόδιες κρατικές αρχές διαμεσολάβηση και μια αστυνομική δύναμη που θα εξασφάλιζε τη φόρτωση. Τότε απόσπασμα Χωροφυλακής από τη Τζιά, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χ. Χρυσάνθου, φτάνει στο νησί για να επιβάλλει στους εργάτες τη λήξη της απεργίας. Οι εργάτες όμως, υποστηριζόμενοι από τα μέλη των οικογενειών τους αρνούνται και αναγκάζουν τον Χρυσάνθου να διατάξει επίθεση κατά των απεργών. Κατά την βίαιη συμπλοκή τέσσερις εργάτες πέφτουν νεκροί από τα όπλα των ανδρών της Χωροφυλακής, ενώ τραυματίζονται θανάσιμα και δύο Χωροφύλακες. Από τους απεργούς θύματα έπεσαν οι Θεμιστοκλής Κουζούπης, Μιχάλης Ζωίλης, Μιχαήλ Μητροφάνης και Ιωάννης Πρωτόπαπας, ενώ από τις αστυνομικές δυνάμεις νεκροί έπεσαν ο επικεφαλής υπομοίραρχος Χ. Χρυσάνθου και ο ενωμοτάρχης Σερίφου Ι. Τριανταφύλλου. Σταδιακά, η ένταση υποχώρησε με αντάλλαγμα την αποδοχή κάποιων από τα αιτήματα των εργατών.

Σήμερα υπάρχει μνημείο προς τιμή των νεκρών Μεταλλωρύχων στο Μεγάλο Λιβάδι, δίπλα στο παλιό Διοικητήριο της εταιρίας.