Τα Κυκλαδονήσια παράγουν θαυμαστά μέλια, κυρίως θυμαρίσια. Όμως η κλιματική κρίση, οι πυρκαγιές, ο υπερτουρισμός και η βόσκηση εξαφανίζουν σταδιακά τους μελισσότοπους. Νέες μελέτες που δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά εξηγούν τι επιφυλάσσει το μέλλον για το κυκλαδίτικο μέλι.
Η μελισσοκομία των Κυκλάδων είναι δύσκολη. Μικρή, εκλεκτή, αλλά δύσκολη. Από τα λιγοστά και θαυμάσια είδη μελιού που παράγονται στα κυκλαδονήσια, αυτό που επικρατεί κατά κράτος είναι το μέλι από θυμάρι, ένα φρυγανικό φυτό ευάλωτο στα κλιματικά πλήγματα και όχι μόνο. Είναι λογικό λοιπόν οι μελισσοκόμοι των Κυκλάδων να νιώθουν ότι απειλούνται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η περσινή όσο και η φετινή σοδειά στις Κυκλάδες κρίνεται από τους ίδιους τους μελισσοκόμους φτωχή ποσοτικά και ποιοτικά. «Το θυμάρι τα τελευταία χρόνια έχει μεγάλο πρόβλημα με τους πρώιμους καύσωνες. Δείχνει να εξαφανίζεται και φέτος ίσως πάμε σε μηδενική παραγωγή», λέει ο μελισσοκόμος Δημήτρης Γονίδης, που μαζί με τον αδερφό του, Βασίλη, παράγει και τυποποιεί το βιολογικό θυμαρίσιο μέλι «Pure Mother Bee» στην Κύθνο. «Φέτος μάλιστα δεν έβρεξε στα νησιά καθόλου όλη την άνοιξη και ξεράθηκαν όλα. Τα θυμάρια “άνοιξαν” (σ.σ. άνθισαν) πριν την ώρα τους, και ο πρώιμος καύσωνας τα αποτέλειωσε. Οι εποχές είναι πια ένα μήνα μπροστά, όλα γίνονται ένα μήνα νωρίτερα και οι μέλισσες δεν μπορούν να ανταποκριθούν», συμπληρώνει.
Ανάλογες διαπιστώσεις κάνει και o Γεράσιμος Σκορδίλης, μελισσοκόμος στη Σύρο. Είναι από τους λίγους που εφαρμόζει νομαδική μελισσοκομία, περιορισμένη στις Κυκλάδες βέβαια, για φασκόμηλο και ρείκι, ενώ θυμάρι παράγει αποκλειστικά στη Σύρο καθώς, όπως λέει, έχει ιδιαίτερα μεγάλη περιεκτικότητα σε θυμάρι του, σε αντίθεση με άλλα κυκλαδονήσια όπου οι μέλισσες τρυγούν θυμάρι μαζί με θρούμπι. «Χάνονται θυμάρια και φασκόμηλα, καίγονται από τον καύσωνα», λέει ο κ. Σκορδίλης. «Οι μέλισσες έχασαν ένα 20-30% της ανθοφορίας των φρύγανων τα τελευταία χρόνια. Φέτος μάλιστα δεν έβρεξε καθόλου, στην ανθοφορία έκανε καύσωνα στα πρώιμα θυμάρια και τα όψιμα είναι στρεσαρισμένα από τη ζέστη. Υπάρχει δυσκολία να κρατηθεί το ζωικό κεφάλαιο», συνεχίζει και συμπληρώνει: «Πρέπει να αλλάξουν οι μελισσοκομικοί χειρισμοί. Αν δεν αγαπάς τη μελισσοκομία δεν μπορείς να συνεχίσεις, πρέπει να είσαι ταγμένος. Εγώ το έχω πάρει απόφαση ότι θα συνεχίσω, αλλά πέρσι και φέτος που ήταν δύσκολες χρονιές, σκέφτομαι πια τη μελισσοκομία ως δουλειά δεύτερης απασχόλησης. Φέτος για παράδειγμα είναι η χειρότερη χρονιά, κι ας έχω κάνει τους πιο λεπτομερείς χειρισμούς. Κάθε χρόνο χάνονται ολοένα και περισσότερα μελίσσια. Δεν έχουν τροφή εδώ στη Σύρο, όλα είναι ξερά», προσθέτει, φανερά προβληματισμένος.
Οι πολλαπλές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης
Η μελισσοκομία στις Κυκλάδες δεν βάλλεται μόνο από τα τερτίπια του κλίματος. Οι παράγοντες είναι πολλοί και αλληλοσυνδεόμενοι. Από τη μια, τα νησιά αυτά εξαρτώνται κυρίως από το θυμάρι, που είναι ευάλωτο στις κλιματικές αλλαγές. Μικρότερες σοδειές όπως το φθινοπωρινό ρείκι, η άγρια λεβάντα, το φασκόμηλο και η λεκάτη της Άνδρου, ένα τοπικό ρείκι, συμπληρώνουν την παραγωγή. Όμως, εκτός από την σοβαρή ανομβρία των τελευταίων ετών, τους πρώιμους, παρατεταμένους καύσωνες που καίνε τον ανθό του θυμαριού, και τους ισχυρούς λίβες που εμποδίζουν τις συλλέκτριες μέλισσες να τρυγήσουν, υπάρχουν και άλλοι βασικοί αποτρεπτικοί παράγοντες, με κυριότερο την ξέφρενη και άναρχη τουριστικοποίηση των Κυκλάδων, που εξαφανίζει τους μελισσότοπους. Οι παραγωγές συχνά είναι μικρές και πολύ ακριβές, επομένως απευθύνονται σε λίγα και γερά πορτοφόλια και κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι.
Το μέλλον φέρνει συντομότερη ανθοφορία και λιγότερο νέκταρ
Οι πρώιμοι και παρατεταμένοι καύσωνες που έχουν προκύψει από την κλιματική κρίση αποτελούν την άμεση και ευθεία αρνητική επίπτωση στη μελισσοκομία. Υπάρχουν όμως και οι έμμεσες επιπτώσεις. Η κυρία Θεοδώρα Πετανίδου, με σπουδές και στον τομέα της Φαρμακευτικής, είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Οικολογίας και Οικογεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, με επιστημονικά ενδιαφέροντα (μεταξύ άλλων), την οικολογία αναπαραγωγής με έμφαση στα συστήματα επικονίασης, καθώς και τη βιογεωγραφία της βιοποικιλότητας με έμφαση στα ανθοφόρα φυτά και τα έντομα-επικονιαστές. Οι μελέτες της έχουν ξεκινήσει ήδη από το 1983 – ναι, η αλλαγή στο κλίμα έχει κάνει αισθητή την παρουσία της πολύ νωρίτερα από όσο νομίζουμε οι περισσότεροι, και όσο και αν οι επιστήμονες έκρουαν εδώ και δεκαετίες τον κώδωνα του κινδύνου, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι εκκώφευαν.
Στο εργαστήριο Βιογεωγραφίας & Οικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στη Μυτιλήνη, η Δρ Πετανίδου μαζί με τους συνεργάτες της μελετά τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην ελληνική μελισσοκομία, κυρίως στο πόσο επηρεάζει τους επικονιαστές. Αν και η ειδικότητά της είναι οι άγριες μέλισσες, μέσα στο εύρος των μελετών της περιλαμβάνονται και οι ήμερες μέλισσες με τα οικοσυστήματα στα οποία δραστηριοποιούνται, κυρίως τα φρύγανα του Αιγαίου. «Η κλιματική κρίση πρόκειται να επιφέρει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στο σύστημα των επικονιαστών», εξηγεί. «Σήμερα η κλιματική είναι η μεγαλύτερη αλλαγή που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Είναι μία “κατάρα”. Μπορούμε να διαχειριστούμε κάποια επιμέρους πράγματα αλλά τη μεγάλη εικόνα όχι, γιατί αφορά την ανθρωπογενή παρέμβαση, σε επίπεδο παγκόσμιο, σε χώρες ολόκληρες, πολύ πάνω από τους επιστήμονες και πάνω από τους μελισσοκόμους. Χρειάζεται μια συμπαγής διάθεση από όλους να αλλάξουν τα πράγματα, κάτι που ακόμη δεν φαίνεται», συμπληρώνει.
Το θυμάρι βάλλεται πανταχόθεν
Η Δρ Γούναρη τονίζει πως οι Κυκλάδες είναι μια ιδιαίτερη περιοχή, με εξίσου ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και με μεγάλες επικινδυνότητες καθώς αλλάζει το κλίμα, αλλά το θυμάρι αντιμετωπίζει και άλλες απειλές. «Το μεγαλύτερο πρόβλημά του, αν μπορούν τα προβλήματα να ιεραρχηθούν, είναι η επέκταση άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα του τουρισμού», επισημαίνει. «Το δεύτερο ανθρωπογενές πρόβλημα είναι ο συνδυασμός βόσκησης και των αναπόφευκτων πλέον καλοκαιρινών πυρκαγιών. Το θυμάρι είναι ένα ευαίσθητο φυτό, δεν αναβλαστάνει εύκολα. Πολλά από αυτά που καίγονται σε μια φωτιά δεν αναβλαστάνουν ποτέ. Παράλληλα, στους θυμαρότοπους φυτρώνει και ένα άλλο φρύγανο, η αστοιβή, ένα φυτό ιδιαίτερα επεκτατικό, με εύκολη και γρήγορη αναβλάστηση, που καταλαμβάνει το χώρο των θυμαριών και τα “πνίγει”. Μετά από μια πυρκαγιά λοιπόν, τόσο η αστοιβή όσο και τα κοπάδια ζώων που μπαίνουν στον καμένο θυμαρότοπο για να βοσκήσουν, αφαιρούν ακόμη και το λιγοστό δικαίωμα στο θυμάρι να αναβλαστήσει».
Κυκλάδες: Επιστροφή στις παλιές πρακτικές
Η μελισσοκομική αξιοποίηση του θυμαριού είναι μια πρόκληση. Ωστόσο υπάρχουν τρόποι να μειωθούν οι επιθέσεις απέναντί του, με μελισσοκομικές πρακτικές τις οποίες κάποιοι μελισσοκόμοι ακολουθούν τα τελευταία χρόνια και λιγοστεύουν τις απώλειες. «Έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί αυτές οι πρακτικές και έχουμε κάνει σεμινάρια στις Κυκλάδες», λέει η Δρ Γούναρη που έχει ζήσει και εργαστεί στα νησιά αυτά και τα συγκεκριμένα ζητήματα της είναι πολύ οικεία. Οι μελισσοκόμοι, άνθρωποι του πεδίου, που παρατηρούν καθημερινά ακόμη και τις πιο ανεπαίσθητες αλλαγές στη συμπεριφορά των μελισσών και τις αλλαγές των ανθοφοριών, σίγουρα έχουν παρατηρήσει τις επιπτώσεις αυτές. Το λένε άλλωστε και οι ίδιοι. Πώς λοιπόν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτό το τσουνάμι αλλαγών που τους επιφυλάσσει το μέλλον; Η Δρ Πετανίδου είναι ξεκάθαρη: «Πρώτα πρώτα χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας», επισημαίνει. «Το σίγουρο είναι πως η παραγωγή προϊόντων κυψέλης θα είναι μικρότερη και αυτό απαιτεί προσαρμογές. Για παράδειγμα, αφού το χειμώνα θα έχουμε μεγαλύτερες παραγωγές θα είναι καλό να αυξηθούν οι χειμωνιάτικες δραστηριότητες, όπως η στόχευση σε παραγωγή ειδικών μελιών, όπως το μέλι κουμαριάς που τα χαρακτηριστικά του είναι πολύ κοντά ή και καλύτερα από αυτά του φυτού manouka. Εκτός από το ρείκι που είναι μια από τις σημαντικότερες φθινοπωρινές παραγωγές σε αρκετά νησιά όπως στην Άνδρο, μια άλλη χειμερινή άνθιση που μπορεί να προκύψει, αλλά με φύτευση φυτών, είναι το δεντρολίβανο που ανθοφορεί μαζικά και σε μεγάλες ποσότητες από τον Οκτώβριο έως και τον Ιανουάριο. Χρειάζεται δηλαδή δημιουργία μελισσοκομικών κήπων, με φύτευση φυτών. Προσωπικά προτείνω στις Κυκλάδες η φύτευση αυτή να γίνει σε αναβαθμίδες που υπάρχουν ήδη έτοιμες στα νησιά αυτά και που πρέπει οπωσδήποτε να τεθούν ξανά σε λειτουργία. Οι αναβαθμίδες δεν είναι μονάχα χώροι παραγωγής γεωργικών προϊόντων αλλά και αποθήκευσης βρόχινου νερού, δημιουργώντας γονιμότερο υπόστρωμα με αύξηση της υδατοπεριεκτικότητας. Τα μελισσοκομικά φυτά φυτεμένα σε αυτές θα πρέπει να επιλεγούν προσεκτικά, να είναι εκείνα που μπορούν να παράγουν νέκταρ και να προσελκύσουν άγριες και ήμερες μέλισσες. Τέτοιους ανθόκηπους μάλιστα θα πρέπει να φτιάξουμε σε όλους τους αστικούς μας κήπους! Οι δήμαρχοι των πόλεων συνήθως φτιάχνουν αστικούς κήπους που να αρέσουν στους πολίτες και αλλάζουν τα άνθη και τα φυτά κάθε 15-20 μέρες, τα οποία δεν παράγουν ούτε γύρη ούτε νέκταρ. Το ίδιο κάνουν και οι ίδιοι οι πολίτες. Αντ’ αυτού, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ανθόκηπους φιλικούς στους επικονιαστές και τις ήμερες μέλισσες. Η τάση της αστικής μελισσοκομίας κερδίζει ολοένα έδαφος σε όλη την Ευρώπη. Μπορούμε να συμβουλεύσουμε όποιον ενδιαφέρεται εντός και εκτός Κυκλάδων για τη διαμόρφωση τέτοιων μελισσοκομικών κήπων», επισημαίνει.
Μελισσοκόμοι: έχουν τη λύση στα χέρια τους;
Μία ακόμη πρακτική που στις Κυκλάδες εφαρμοζόταν στο παρελθόν και φαίνεται επιβεβλημένο να επιστρέψει είναι η κατασκευή «μελισσοθυρίδων», δηλαδή ανοιγμάτων κάτω από τις κυκλαδίτικες ξερολιθιές όπου τοποθετούνταν οι κυψέλες για προστασία. «Η χώρα μας διαθέτει πλούσια και μακρά παράδοση σε αυτό τον τομέα», τονίζει η Δρ Πετανίδου. «Κατασκευές σε όλη την Ελλάδα για την τοποθέτηση των κυψελών αποτελούν ένα αληθινά εκπληκτικό υλικό για να αναπτυχθεί αυτό που αποκαλούμε μελισσοτουρισμός. Η Σλοβενία έχει προχωρήσει πολύ σε αυτό τον τομέα, με ανθρώπους προσηλωμένους στον σκοπό αυτό και χωρίς να έχουν τα πολιτισμικά δημιουργήματα που έχουμε εμείς στην Ελλάδα ούτε και τον πλούτο γνώσεων που διαθέτουμε», σημειώνει και προσθέτει: «Οι μελισσοκόμοι ίσως να έχουν μελλοντικά μικρότερα έσοδα από το ίδιο το μέλι, αλλά μπορούν να γίνουν ξεναγοί για τους μελισσοτουρίστες, αφού πια ο τουρισμός θεωρείται, καλώς ή κακώς, μείζονος σημασίας για την επιβίωση των Νεοελλήνων και είμαστε μια χώρα που τελικά εξαρτάται από τα χρήματα, την κουλτούρα και τις διαθέσεις των τουριστών, όσο εξαρτόμαστε και από τα κέφια του κλίματος. Αν το πρόβλημα ήταν απλά και μόνο η κλιματική κρίση και οι μελισσοκόμοι προσαρμόζονταν στις αλλαγές θα ήταν καλά, αλλά δεν κάνουν αυτό. Αντίθετα, συχνά παράγουν μέλι με λάθος τρόπο».
Η ίδια επισημαίνει παράλληλα την προσοχή που πρέπει να επιδείξει ο μελισσοκόμος των Κυκλάδων στο πώς πρέπει να αναπτύξει το μελίσσι του την άνοιξη ώστε να το συντηρήσει και να το έχει έτοιμο για την ανθοφορία του θυμαριού. «Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στην ανοιξιάτικη ανθοφορία και στην ανθοφορία του θυμαριού», εξηγεί η Δρ Γούναρη. «Είναι τραγικό να αφήνει ένας μελισσοκόμος να ανεβαίνει υπερβολικά ο αριθμός των μελισσιών του γιατί μετά θα πέσει απότομα αφού πέφτουν και οι ανθοφορίες – δεν είμαστε στη στεριανή Ελλάδα με συνεχόμενες ανθοφορίες και μετακινούμενη μελισσοκομία. Κάτι που αρχίζουν να καταλαβαίνουν πλέον οι μελισσοκόμοι είναι ότι δεν χρειάζονται πολυπληθή μελίσσια και είναι καλύτερο να πάρουν λιγότερο μέλι από μια κυψέλη από το να μην πάρουν τίποτα».
Η παρατήρηση της συμπεριφοράς των θυμαριών ανά έτος, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες κάθε χρονιάς, σε συνδυασμό με κατάλληλους μελισσοκομικούς χειρισμούς, δίνουν ορισμένα μοντέλα πρόληψης για κάθε έτος, παρόμοια με τα κλιματολογικά μοντέλα που συλλέγουν στοιχεία πολλών δεκαετιών. Ένα πρόγραμμα βασισμένο σε τέτοια μοντέλα είχε ξεκινήσει στο παρελθόν στη Σύρο. Ωστόσο, όπως λέει η Δρ Γούναρη, η πολιτεία δεν στηρίζει τέτοια προγράμματα όσο θα έπρεπε. «Λείπει και η υπομονή από τους ίδιους τους μελισσοκόμους γιατί απαιτείται από όλες τις πλευρές χρόνος και σταθερότητα. Αρχικά ενθουσιάζονται, μπαίνουν σε αντίστοιχο πρόγραμμα αλλά αυτό απαιτεί συνέπεια στις μετρήσεις και υπομονή που τη χάνουν σύντομα ή αμελούν τις μετρήσεις. Συχνά τα αποτελέσματα θα φανούν στην επόμενη γενιά, αλλά οι Έλληνες συνήθως δεν σκέφτονται μακροπρόθεσμα», προσθέτει.
Πώς μπορεί όμως ένας μελισσοκόμος να σκεφτεί μακροπρόθεσμα όταν εξαρτάται οικονομικά από τη μελισσοκομία και δεν έχει άλλη πηγή εσόδων για την επιβίωσή του; «Υπάρχουν δράσεις και πρωτοβουλίες που αργούν να αποδώσουν και τα αποτελέσματά τους θα τα καρπωθεί η επόμενη γενιά, αλλά είναι απαραίτητες», απαντά η δρ Γούναρη. «Απλώς στην Ελλάδα αυτή η νοοτροπία του μακροπρόθεσμου οφέλους είναι σπάνια, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα αγροτικά ζητήματα. Αν όμως οι ενδιαφερόμενοι, εν προκειμένω οι μελισσοκόμοι, πίεζαν περισσότερο τις τοπικές αρχές, ίσως τα προγράμματα αυτά να είχαν αποτέλεσμα» τονίζει.
Συνέργειες, συνεργασίες και μοιρασμένη γνώση
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεσματικής συνεργασίας είναι η μελισσοκομία στη Σέριφο, νησί εξολοκλήρου ενταγμένο σε δίκτυο Natura, στο οποία λειτουργεί το πρώτο και μοναδικό μέχρι στιγμής στις Κυκλάδες Συνεταιριστικό Βιολογικό Τυποποιητήριο Μελιού που συνεργάζεται με το Εργαστήριο Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας του ΑΠΘ, το οποίο πραγματοποιεί όλες τις βιοχημικές και γυροσκοπικές αναλύσεις μελιού, για την εξασφάλιση ποιότητας, ασφάλειας και κύρους. Ο Συνεταιρισμός έχει 25 μέλη, 7 από τα οποία είναι επαγγελματίες μελισσοκόμοι. «Είμαστε νέοι άνθρωποι, μονιασμένοι και συνεργάσιμοι μελισσοκόμοι, που τρυγάμε όλοι τα μελίσσια όλων ως αλληλοβοήθεια», λέει ο Νίκος Κοκολάκης μέλος του βιοσυνεταιρισμού. «Συνολικά παράγουμε 1 τόνο μέλι και πουλιέται όλο και σε καλή τιμή. Έχουμε πιστέψει στην ιδέα του βιοσυναιτερισμού», εξηγεί ο ο κύριος Κοκολάκης που παράγει μέλι θυμαριού και μέλι άγριας λεβάντας, με την επωνυμία Frygana. Το τυποποιητήριο του συνεταιρισμού διαθέτει πιστοποιήσεις TUV Austria, ISO και HACCP και υπόκειται σε διαρκείς ελέγχους, ενώ η λεπτομερής πορεία της δειγματοληψίας και των αναλύσεων που διενεργεί το ΑΠΘ εξασφαλίζουν πλήρη ιχνηλασιμότητα και ασφάλεια για τον καταναλωτή, προσδίδοντας παράλληλα στη μελισσοκομία Σερίφου αδιαμφισβήτητο κύρος.
Αντίθετα, σε ένα άλλο κυκλαδίτικο νησί όπου παράγονται σχετικά μικρές ποσότητες μελιού, λειτουργούν 5 βιολογικά τυποποιητήρια. Αυτό από μόνο του δεν είναι φυσικά αρνητικό, και σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την ποιότητα των τοπικών μελιών, είναι όμως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης συλλογικής σκέψης και συνεργασίας που πλήττει πρωτίστως τους ίδιους τους μελισσοκόμους, οικονομικά και όχι μόνο. «Βρισκόμαστε σε μια πολύ κρίσιμη φάση και το παράδειγμα της Σερίφου θα έπρεπε να ισχύει σε όλες τις Κυκλάδες», επισημαίνει η Δρ Γούναρη.
Η Δρ Πετανίδου από την πλευρά της προσθέτει πως συνολικά θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η προστασία των μελιών νομικά -είναι χαρακτηριστικό ότι για το θυμαρίσιο μέλι η νομοθεσία ορίζει πως αρκεί ένα ποσοστό μόλις 17% γυρεόκοκκων θυμαριού για να χαρακτηριστεί θυμαρίσιο. Σημαντικότατη όμως κρίνεται και η διασφάλιση της ποιότητας των κυκλαδίτικων μελιών από τους ίδιους τους μελισσοκόμους, εγκαταλείποντας βέβαια (όσοι το κάνουν), το τάισμα των μελισσών με ζάχαρη και μη επιτρέποντας σε συναδέλφους τους να κάνουν «κουτσουκέλες». «Μόνον έτσι θα διασφαλιστεί ένα brand name του ελληνικού μελιού, ώστε να αποκτήσει άλλη εμπορική αξία. Το ίδιο ισχύει και για τους καταναλωτές. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν να καταναλώνουν και επομένως τα ΜΜΕ οφείλουν να τους διδάσκουν να είναι καταναλωτές-κριτές των προϊόντων που αγοράζουν», τονίζει η Δρ Πετανίδου. «Με άλλα λόγια, η προστασία της ελληνικής μελισσοκομίας στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε και που έρχονται, περνάει πρώτα μονόδρομα μέσα από το πόσο σοβαρά έχουν πάρει οι ίδιοι οι μελισσοκόμοι το προϊόν και την μελισσοκομία, λαμβάνοντας υπόψη πως θα πρέπει και οι ίδιοι να κάνουν κάποιες θυσίες για μερικά χρόνια, προς όφελος του προϊόντος τους. Είναι κρίμα γιατί στις Κυκλάδες παράγονται μοναδικά προϊόντα, απίστευτης ποιότητας που πιθανά να μην το έχουν συνειδητοποιήσει ούτε καν οι ίδιοι οι παραγωγοί. Οφείλουν λοιπόν να προστατέψουν τα προϊόντα τους, για να τα παραδώσουν και στα παιδιά τους».
(Πηγή: https://www.gastronomos.gr/, της Βιβής Κωνσταντινίδου, 11/9/20240