Είναι πολύ δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να προσδώσει μια “ταυτότητα” στον Κωνσταντίνο Σπέρα. Ήταν ένας αγωνιστής του εργατικού κινήματος; Ένας αναρχοσυνδικαλιστής; Ένας εθνοσοσιαλιστής; Ένας καλός κομμουνιστής; Τίποτε από όλα αυτά, ή όλα αυτά μαζί; Η πολυτάραχη ζωή του και η δράση του όμως είναι μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί και να διαβαστεί.
Αν ψάξουμε στο διαδίκτυο πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Σπέρα, η συνηθέστερη αναφορά είναι αυτή της Wikipedia: “Ο Κώστας Σπέρας (1893 – 1943) ήταν Έλληνας συνδικαλιστής, πολιτικός, ιδρυτικό στέλεχος του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ καθώς και ο οργανωτής της εξέγερσης της Σερίφου. Η ιδεολογική του διαδρομή ξεκίνησε από τον αναρχοσυνδικαλισμό καθώς και τον επαναστατικό συνδικαλισμό και έφτασε στον εθνικοσοσιαλισμό. Εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ με την κατηγορία του δωσίλογου, το 1943”.
Και κάπου εδώ αρχίζουν οι απορίες… Πως γίνεται ένα ιδρυτικό στέλεχος του ΣΕΚΕ (“Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος” είναι ο πρόδρομος του ΚΚΕ) και της ΓΣΕΕ, να καταλήγει να εκτελείται ως δωσίλογος;.
Και περισσότερες απορίες δημιουργούνται με την «διεκδίκηση» του Σπέρα από το εργατικό κίνημα, τους αναρχικούς αλλά και –μερικώς– από την αριστερά! Ανάλογα την περίπτωση βέβαια…
Στην Σέριφο, τα γεγονότα είναι γνωστά. Τον Ιούνη του 1916 ο Σπέρας προσκλήθηκε από τους μεταλλωρύχους της Σερίφου για να τους βοηθήσει στη διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων τους. Εκεί πρωτοστάτησε στη δημιουργία του τοπικού “Σωματείου Εργατών Μεταλλευτών Σερίφου” εκλεγόμενος πρώτος Πρόεδρος του. Λόγω των άθλιων συνθηκών κάτω από τις οποίες εργάζονταν και λόγω της υψηλής θνησιμότητας των εργατών, το Σωματείο προχώρησε σε γενική απεργία στο νησί. Η απεργία αυτή υπήρξε ιδιαίτερα δυναμική και ριζοσπαστική για την εποχή της και κατέληξε σε γενικευμένη εξέγερση γνωστή ως Εξέγερση της Σερίφου. Για τπν σκοπό αυτό μετέβη επικεφαλής επιτροπής στην Αθήνα, όπου και συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Π. Ράλλη, στον οποίο και παρέδωσε σχετικό υπόμνημα με τις θέσεις των απεργών.
Ο Σπέρας κάλεσε ανεπιτυχώς τις δυνάμεις της Αντάντ να επέμβουν. Λόγω των συγκρούσεων με τη χωροφυλακή υπήρξαν οκτώ νεκροί και δεκάδες τραυματίες και από τις δύο πλευρές αλλά και μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των μεταλλωρύχων. Ο ίδιος ο Σπέρας κατέφυγε στη Σερβία όπου εκεί συνελήφθη και παραδόθηκε από τις Σερβικές αρχές στην Κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης. Παρέμεινε φυλακισμένος για πέντε μήνες και απελευθερώθηκε τον Ιανουάριο του 1917, οπότε και επέστρεψε στη Σέριφο. Η μη δίωξη του ενδεχομένως να σχετίζεται με τη φιλική προς την Αντάντ θέση, της εξέγερσης της Σερίφου, ενώ κατά τον ίδιο η απελευθέρωσή του οφειλόταν στην παρέμβαση των Βρετανών. Τον Μάρτιο του 1917, και ύστερα από δύο απόπειρες οργάνωσης νέας απεργίας, συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Σύρο για να απελευθερωθεί τελικώς μέσα στον ίδιο χρόνο.
Τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1918, ο Σπέρας συμμετείχε στην ίδρυση τόσο της ΓΣΕΕ όσο και του ΣΕΚΕ. Στην ίδρυση της ΓΣΕΕ πήρε πρώτος το λόγο και υποστήριξε την αναρχοσυνδικαλιστική άποψη ότι η συνομοσπονδία πρέπει να ασχολείται μόνο με εργατικά θέματα και όχι με την πολιτική. Παράλληλα στο συνέδριο του κόμματος το 1920 μαζί με τους Ευάγγελο Παπαναστασίου και Ιωάννη Φανουράκη εναντιώθηκαν στη συμμετοχή του κόμματος στο κοινοβούλιο. Την εποχή αυτή υποστήριξε την ένταξη της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ στην Κομμουνιστική Διεθνή. Το 1920 επιχείρησε να ιδρύσει σε Συνδιάσκεψη, την Ομοσπονδία Μεταλλωρύχων και Ανθρακωρύχων. Επιπλέον στα πλαίσια της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, ο Σπέρας υποστήριζε την άποψη πως τα Σωματεία θα πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένα από κόμματα αναθεωρώντας παλαιότερες του απόψεις. Αυτά δεν άρεσαν στο κόμμα και την ίδια χρονιά διαγράφηκε ως “αντικομματικό στοιχείο” από το ΣΕΚΕ. Μάλιστα ο Ριζοσπάστης της 11/4/1920 έγραψε και την αιτία: λόγω «της δημοσιεύσεως εξυβριστικής εναντίον του Κόμματος επιστολής σε αντισοσιαλιστική εφημερίδα».
Στις 16 Μάη 1925, ομάδα χαφιέδων και εργατοκάπηλων με επικεφαλής τον Σπέρα και δύναμη κρούσης τη συντεχνία των αμαξηλατών (ιδιοκτητών αμαξών), με τη συνδρομή του Στρατού και της Αστυνομίας, κατέλαβαν το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, πήραν τη σφραγίδα, το Αρχείο του και ο Στρατός ανέλαβε τη φρούρησή του. Ο αστικός Τύπος σε συγχορδία πρόβαλε την ενέργεια του Σπέρα ως κίνηση υπέρ των μη κομμουνιστών εργατών, των συντηρητικών.
Στις 18 Μάη 1925, ο «Ριζοσπάστης» καταγγέλλει τον Σπέρα ως χαφιέ του Α’ Σώματος Στρατού, ως λαθρέμπορο καπνού, που δεν εκπροσωπούσε τίποτα, καθώς το Σωματείο των Σιγαροποιών είχε παύσει να τον εκλέγει. Το 1926 ο Σπέρας επικεφαλής αστυνομικών εισβάλει στο Γ’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ και συλλαμβάνει τους Κομμουνιστές αντιπροσώπους. Εξαιτίας της στάσης του διαγράφεται από τη ΓΣΕΕ. Την ίδια χρονιά ήταν μάρτυρας κατηγορίας ενάντια στα στελέχη του ΚΚΕ, για τη θέση τους στο θέμα της αυτονομίας της Μακεδονίας.
Στη δεκαετία του ’30 εντάχθηκε στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας του Γεωργίου Μερκούρη, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα Εθνική Σημαία . Το 1938, επί καθεστώτος Μεταξά, συνελήφθη με την κατηγορία ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα και φυλακίστηκε στις αγροτικές φυλακές Σκοπέλου όπου επιβαρύνθηκε πολύ σοβαρά η υγεία του.
Στην Κατοχή, μαζί με τους Ευαγγέλου και Καλύβα είχε πολιτικές σχέσεις με τον συνεργάτη των κατοχικών δυνάμεων Ανδρέα Κονδάκη, πρώην ανώτερο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού και ανήκε στη συνδικαλιστική παράταξη Καλύβα. Το 1943 είχε σχέσεις με το συνδικαλιστικό τμήμα του ΕΔΕΣ Αθήνας και με οργάνωση του Μερκούρη. Τέλη Οκτωβρίου του 1943, ενώ ταξίδευε μαζί με τον ανθυπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού Απόστολο Κοκμάδη για τη δημιουργία ή σε προσχώρηση αντάρτικων ομάδων ενάντια στο ΕΑΜ, συνελήφθησαν στη Μάνδρα Αττικής από άνδρες του Καπετάνιου του 1/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ Γεωργίου Μπουτσίνη (Νικήτα), μεταφέρθηκαν στην έδρα του 34ού συντάγματος του ΕΛΑΣ στα Δερβενοχώρια όπου ο Σπέρας εκτελέστηκε μετά την εξακρίβωση της ταυτότητας του. Ο Ριζοσπάστης στις 25 και Οκτώβρη 1943 γράφει: «Το 34ο Σύνταγμα Αττικής κοντά σ’ άλλους έπιασε και το κάθαρμα Σπέρας σταλμένο για κατασκοπεία απ’ την ομάδα Λαζαρή του ΕΔΕΣ».
Γεγονός είναι πως η περίπτωση του Κ. Σπέρα χρησιμοποιήθηκε από πολλούς, για διαφορετικούς σκοπούς:
Το ΚΚΕ κατηγορεί τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, τον παλιό βουλευτή και υπουργό της Νέας Δημοκρατίας, πως σε μια επιφυλλίδα του με τίτλο «Η τύχη των αγωνιστών», μέσα από μια σειρά διαστρεβλώσεις, αποσιωπήσεις και μισές αλήθειες επιχειρεί να αγιοποιήσει τον Κώστα Σπέρα, με άμεσο στόχο να πλήξει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ. Παρουσιάζει τον Σπέρα ως έναν αναρχοσυνδικαλιστή αγωνιστή, απλό και ανιδιοτελή, που το ΚΚΕ τον δολοφόνησε το 1943 επειδή είχε ιδεολογικές διαφορές με αυτό, επειδή «αρνήθηκε την κομματική μονοκρατορία».
Σχετικά με το τέλος του Σπέρα, ο Ανδριανόπουλος, γράφει: «Το 1943 ο καπετάν Ορέστης του ΕΛΑΣ τον κάλεσε σε συνάντηση στη Μάντρα. Φεύγοντας από το σπίτι του, χάθηκαν τα ίχνη του. Αποκεφαλίστηκε από τους εκτελεστές της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα)… Είναι άγνωστο πού πετάχτηκε το πτώμα του… Κι όλα αυτά επειδή αρνήθηκε την κομματική μονοκρατορία. Ο “Ριζοσπάστης” υποδέχτηκε ως εξής την είδηση του θανάτου του: «Πιάσαμε επιτέλους το κάθαρμα τον Σπέρα»…” (28-10-1943). Η τύχη των πραγματικών αριστερών αγωνιστών…».
ο «Ριζοσπάστης» στις 25 και όχι στις 28 Οκτώβρη 1943 γράφει: «Το 34ο Σύνταγμα Αττικής κοντά σ’ άλλους έπιασε και το κάθαρμα Σπέρας σταλμένο για κατασκοπεία απ’ την ομάδα Λαζαρή του ΕΔΕΣ»
Ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης, (1958-2014), εκδότης των περιοδικών «Ο Κόκκορας που Λαλεί στο Σκοτάδι» και «Άνθη του Κακού» και συνεκδότης της εφημερίδας «Αλληλεγγύη», ο οποίος για την αντικεθστωτική δράση του είχε επανειλημμένα συλληφθεί, διωχθεί και φυλακιστεί, ενώ είχε υποστεί 13 κατ’ οίκον έρευνες από την Ασφάλεια, λέει σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Η Μαρμίτα», τεύχος 6, Ιανουάριος-Μάρτιος 2002:
«Αναρχικοί με σημαντική δράση είχαν να εμφανιστούν στην Ελλάδα από την εποχή του αναρχοσυνδικαλιστή Κώστα Σπέρα, που πρωτοστάτησε στην απεργία των μεταλλωρύχων και στην κατάλυση των αρχών στη Σέριφο το 1916, και ο οποίος αργότερα μαζί με τον Σταύρο Κουχτσόγλου και τον Φανουράκη υποστήριξε στα δύο πρώτα συνέδρια της ΓΣΕΕ (1918 και 1920) την αυτονομία του εργατικού κινήματος όχι μόνο από τα αστικά κόμματα, αλλά και από τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά».
Εν κατακλείδι, τι ήταν τελικά ο Σπέρας;
Ένας αγωνιστής του εργατικού κινήματος;
Ένας αναρχοσυνδικαλιστής;
Ένας εθνοσοσιαλιστής;
Ένα καλός κομμουνιστής (μέχρι το 1920);
Κατά τα φαινόμενα ήταν όλα αυτά. Σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του… Για τους αγώνες του στη Σέριφο του στήσαμε μνημείο στο Μ. Λιβάδι, για τη μεταστροφή του προς τον αναρχοσυνδικαλισμό και τον εθνοσοσιαλισμός αργότερα, τον αποκήρυξαν οι παλιοί του αριστεροί σύντροφοι, οι οποίοι και τελικά τον εκτέλεσαν…
Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς στον Κωνσταντίνο Σπέρα είναι πως αγωνίστηκε με πάθος και πέθανε για ότι πίστευε – σε κάθε περίοδο της ζωής του…
Υ.Γ. Τα ίδια τραβάει και η προτομή που του έχουν στήσει στο Μεγάλο Λιβάδι, έξω από το μονίμως κλειστό Μουσείο Πετρωμάτων και Μεταλλευτικών εργαλείων. Η επιγραφή με τα ονόματα της Κας Συνοδινού και του Κου Σταματάκη δεν άρεσε στην παρούσα δημοτική αρχή και επικόλλησε νέα εγχάρακτη επιγραφή (!)