Ονομάζουμε «Δωδεκαήμερο» ή «Δωδεκάμερο», (έτσι το λένε κι οι άλλοι Χριστιανικοί λαοί: les Dome Jours, The Twelve Days, i Dodici Giorni, Zwolfnaehtr), την περίοδο των δώδεκα (στην πραγματικότητα 13) ημερών, από τά Χριστούγεννα ώς τά Φώτα.
Είναι μέρες μέ γιορταστική συνέχεια καί διακοπή εργασίας, αλλά —παλαιότερα— καί μέ κοινό δεισιδαιμονικό φόβο γιά νυχτερινά παράξενα όντα και αστρικές επιδράσεις, που έφταναν ώς τίς φαντασιώσεις τών Καλικαντζάρων, τών Λυκανθρώπων, καί του ανοίγματος τής Τύχης μας στόν Ουρανό.
Στην περίοδο του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Φώτα), συναντιόνται μέ παραδοσιακή ένταση έθιμα ειδωλολατρικά μαζί καί χριστιανικά, πού συμπορεύονται, κατά τή μεταβατική αυτή ώρα του «άκρου χειμώνος», πρός την αισιόδοξη άνοιξη. Όλες είναι δεμένες μέ τόν φυσικό δύσκολο χρόνο πού περιβάλλει τον άνθρωπο, αλλά στηρίζονται καί στη θρησκευτική προστασία πού συνήθως αναζητεί. Τελούνται γενικά μέ τρεις επιθυμητές σκοπιμότητες: α) να χαρούν οι άνθρωποι τή μετάβαση από τή χειμωνιάτικη περίοδο καί τό σκοτάδι στό ανοιξιάτικο φώς καί στή βλάστηση (χειμερινές τροπές του ήλιου, στις 21 Δεκεμβρίου)·β) νά εξασφαλίσουν τήν ευτυχία γιά τόν νέο χρόνο πού έρχεται γ) νά τονώσουν τό θρησκευτικό καί οίκογενειακό αίσθημα, ιδιαίτερα μέ τίς έκκλησιαστικές άλλά καί σπιτικές τελετές τών Χριστουγέννων, τ’ Άι-Βασιλειού καί τών Φώτων.
Ο πρώτος σκοπός έπιδιώκεται μέ τίς πρασινάδες (όμοιοπαθητική μαγεία), μέ τό Χριστουγεννιάτικο δένδρο (εθιμικά λογικό, κι ας μή γίνεται από έλατο), μέ τούς πολύχρωμους φωτισμούς, τήν αναμμένη εστία, τό κυνηγητό των Καλλικαντζάρων καί τον Αγιασμό των Φώτων, οπότε ξεθαρρεύουν καί τά καράβια νά ταξιδέψουν. Ο δεύτερος σκοπός ζητεί τήν πραγμάτωσή του μέ τά κάλαντα, τις ευχές, τά δώρα, τούς μπουναμάδες, τά τυχερά παιγνίδια, τις βασιλόπιτες, τά γλυκίσματα, καί με όλο τό πλήθος των εθίμων, μέ τά οποία οι άνθρωποι δοκιμάζουν ή επικαλούνται τήν καλή τύχη, γύρω από τήν Πρωτοχρονιά. Καί ό τρίτος (νεότερος, χριστιανικός) σκοπός εφαρμόζεται μέ τις νυχτερινές Ακολουθίες των Χριστουγέννων καί των Φώτων, μέ τήν ωραία παραδοσιακή ψαλτική καί τούς ύμνους τους, αλλά καί μέ τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, τά φαγητά καί τις τελετές τής εστίας ή του τραπεζιού (κουλούρα τής γωνιάς, βασιλόπιτα), πού είναι σπιτολατρικά μαζί καί χριστιανικά, μέσα στη σύνθετη παράδοση των αιώνων μας.
Η γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα Χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και παραδοσιακά και στη Σέριφο είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά. Oι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι από τον μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια, πίτουρα και αποφάγια. Το γουρούνι, ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς έπαιρναν την «λίπα», το κρέας, το δέρμα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο που δεν είχε γουρούνι καθώς θεωρούνταν παρακατιανό φτωχό και ανοικοκύρευτο.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαίρετη φροντίδα. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού, απαιτούνταν 5-6 άνδρες ενώ ακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Οικογένειες συνήθως συγγενικές, φιλικές, καθόριζαν με σειρά ποια μέρα θα έσφαζε το γουρούνι της η κάθε οικογένεια.
«Έλα έχουμε γουρουνοχαρά», ήταν το κάλεσμα γιατί ήταν γιορτή, ήταν χορός, ήταν φαγητό.
Το σφάξιμο των γουρουνιών γίνεται 5-6 ημέρες πριν τα Χριστούγεννα σε κάποιες περιοχές σε άλλες παραμονή Χριστουγέννων. Κατά το έθιμο που ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία, η νοικοκυρά έδινε μικρή ποσότητα αναμμένης στάχτης και θυμίαμα στον σφαγέα, ο οποίος θυμιάτιζε και όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία Χριστού. Έριχνε το θυμίαμα και την στάχτη στο λαιμό του γουρουνιού για να είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Έσφαζε γρήγορα και σταθερά για να μην υποφέρει το ζωντανό. Με λίγο αίμα επάλειφαν τα παιδιά στο μέτωπο κάνοντας το σχήμα του σταυρού για να είναι γερά και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα και το κακό μάτι.
Εγδερναν το γουρούνι, το δέρμα, αφού το αλάτιζαν, το δίπλωναν στα τέσσερα και το κρατούσαν για να φτιάξουν τα γουρουνοτσάρουχα για τις καλοκαιρινές δουλειές τους. Μετά το γδάρσιμο άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού) για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αφού το έλιωναν πρώτα το έβαζαν σε δοχεία λαδιού και αφού πάγωνε το διατηρούσαν. Το χρησιμοποιούσαν όλο τον χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά λόγω έλλειψης λαδιού. Στη συνέχεια τεμάχιζαν το κρέας και το τοποθετούσαν σε στρώσεις με μπόλικο αλάτι σε δοχεία και είχαν φαγητό για όλα σχεδόν το χειμώνα. Τα μαγείρευαν με τραχανά, πλιγούρι, πατάτες, κ.ά. Επίσης γέμιζαν τα έντερα με κρέας που έκοβαν στην τάβλα με ψαλίδι, ανακάτευαν με πράσα ψιλοκομμένα, αλάτι, πιπέρι και ρίγανη. Τα έβαζαν σε χάλκινη κατσαρόλα, γέμιζαν τα λουκάνικα, τα περνούσαν σε ένα ξύλινο δοκάρι και τα κρεμούσαν με προσοχή να στεγνώσουν. Έφτανε πλέον το μεσημέρι.
Η τάβλα ήταν έτοιμη για το φαγητό με ντόπιο κρασί, τσίπουρο, έπιναν και κατά την ώρα της δουλειάς. Πίτες με τυρί ψητό στη σχάρα, κρέας και μπόλικο κρασί από τα αμπέλια τους, χορός, γλέντι, τραγούδια. Σήμερα το έθιμο τηρείται σε πολλά χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στις πόλεις γιορτάζεται στις πλατείες των συνοικιών με εκδηλώσεις κεφιού προσφέροντας άφθονο κρασί και ψημένο χοιρινό κρέας.
Στα καραγκουνοχώρια του κάμπου της Καρδίτσας, αλλά και σε περιοχές των Τρικάλων, της Λάρισας και της Δυτικής Μακεδονίας η γιορτή που αναβιώνει κάθε χρόνο στις 26 Δεκεμβρίου. Για την επιλογή της 26ης Δεκεμβρίου οι χωρικοί της Θεσσαλίας επιχειρηματολογούσαν: «Τα Χριστούγεννα σφάζουμι τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγινι η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και του Χ’στο στ’ν Άίγυπτου, να μη τ’ σφαξ’ η Ηρώδ’ς. Μπρουστά πηγαίναν η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ’ρούνια χαλούσαν τα χνάρια και γι’ αυτό τα κάνουμι γκουρμπάν’ τα ’χουμι για του καλύτιρου γκουρμπάν’» – (Γ. Ν. Αικατερνίδη: Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες)
Σήμερα το έθιμο έχει ατονήσει και λίγα αγροτικά σπίτια πλέον το τηρούν ή τελείται με την μορφή παραδοσιακού εθίμου συλλογικά, όπως στη Λάρισα, όπου γιορτάζεται η γουρουνοχαρά στην πλατεία της συνοικίας Φιλιππούπολης μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Οι γυναίκες της συνοικίας μαγειρεύουν παραδοσιακά φαγητά και μαζί με το ψημένο χοιρινό κρέας και το άφθονο κρασί γίνεται γλέντι τρικούβερτο.
(Με πληροφορίες από το βιβλίο «Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών», του Δημ. Σ. Λουκάτου, Εκδ. Φιλιππότη και από https://www.sansimera.gr και https://gastrotourismos.gr/ )