Η ιστορική «ματωμένη απεργία της Σερίφου» μπαίνοντας κάτω από το συγγραφικό μικροσκόπιο της Μαίρης Κόντζογλου γέννησε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για έναν μεγάλο αγώνα, έναν έρωτα και τον τόπο που έθρεψε θεούς και ήρωες.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σέριφος, τέλη 19ου αιώνα. Ο Περσέας Κονόμος σκοτώνεται δουλεύοντας σε μια γαλαρία και ο φιλόδοξος Δρακούλης, δεξί χέρι του Εμίλ Γκρόμαν, αφεντικού των μεταλλείων αλλά και του νησιού, με απειλές, τιμωρίες και βία, απομακρύνει από πάνω τους όλες τις κατηγορίες για ελλιπή μέτρα ασφαλείας.
Η χήρα του Κονόμου, φοβούμενη μήπως ο γιος της κάποτε ζητήσει εκδίκηση, δεν θα του αποκαλύψει ποιον θεωρεί υπεύθυνο και έτσι δεν θα μπορέσει να τον αποτρέψει, μεγαλώνοντας, να πιάσει δουλειά στα μεταλλεία.
Εκεί, εμπνευσμένος από τον φλογερό επαναστάτη Κώνσταντη Σπέρα, θα προσπαθήσει να αφυπνίσει τους συμπατριώτες και συναδέρφους του να απαιτήσουν επιτέλους τα δικαιώματά τους.
Και την ίδια εποχή θα γνωριστεί με το μοναδικό κορίτσι του νησιού που ούτε τα μάτια του δεν θα ’πρεπε να σηκώσει πάνω της.
Ένας δυνατός έρωτας, ενάντια σε όλες τις συμβάσεις της κοινωνίας, του τόπου και της εποχής, θα προκύψει στο σιδερένιο νησί.
Η ιστορική «ματωμένη απεργία της Σερίφου» μπαίνοντας κάτω από το συγγραφικό μικροσκόπιο της Μαίρης Κόντζογλου γέννησε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για έναν μεγάλο αγώνα, έναν έρωτα και τον τόπο που έθρεψε θεούς και ήρωες.
Απολαύστε μια προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μαίρης Κόντζογλου «Από ήλιο σε ήλιο: Αποσπερίτης», που κυκλοφορεί στις 23 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Σέριφος, άνοιξη 1916
Μόλις ακούει την καμπάνα δένει την μπόλια στο κεφάλι, βάζει τις πέτρες στα παράθυρα να σφηνώσει τα παντζούρια, μανταλώνει και βγαίνει στο σοκάκι κάνοντας τον σταυρό της. Πριν πιάσει τα σκαλάκια για την Πάνω Πιάτσα κοιτάει πέρα στο μονοπάτι που πάει προς τη δύση· κοιτάει να δει αν έρχεται. Όμως άνοιξη στα μέσα της και η μέρα χασομεράει, είναι νωρίς ακόμη και κείνος αργεί.
Σε λίγο η θάλασσα θα πάρει το χρώμα του θυμαριού και θα αναστατωθεί, γυναίκα στα χέρια έμπειρου άντρα, τα σπίτια θα βαφτούν ρόδινα, το Κάστρο και οι κορφές των πέτρινων λόφων θα θαμπώσουν. Όταν ο ήλιος αποφασίσει να βουλιάξει στα κύματα, φτάνει τόσο για σήμερα, η πλάση θα καταλαγιάσει, θα ξεκουραστεί.
Στέκεται ένα λεπτό να θαυμάσει την ομορφιά που ποτέ δεν χορταίνει· λόφοι και λοφάκια ένα γύρο, ο μόλος με τις λιγοστές ψαρόβαρκες και στο βάθος, θαμπή καμπούρα, η Σίφνος. Πέρα στο πέλαγο ένα καράβι έρχεται αργά αργά, δεν μπορεί ακόμη να ξεχωρίσει αν είναι επιβατηγό ή απ’ αυτά που φορτώνουν το μετάλλευμα, αν και τούτα έρχονται από δεξιά, από Κύθνο μεριά. Ο ουρανός στα δυτικά κρατάει ακόμη κάμποσο γαλάζιο χρώμα, ενώ στα ανατολικά πιάνει να σκουραίνει, τόσο μικρό νησί κι όμως από τη μια μεριά θαρρείς και βραδιάζει νωρίτερα, θα ’ναι που το χωρίζει στη μέση ο Τούρλος, η κορυφή του ψηλότερου βουνού.
Στην κοιλάδα γύρω από τη Χώρα αλλά και στις πλαγιές του βουνού, εδώ κι εκεί, μικρές πράσινες κηλίδες, οάσεις ευφορίας χάρη στις γενναιόδωρες φλέβες νερού που διατρέχουν το νησί, είναι περιφραγμένες με ξερολιθιές. Πιο πάνω, κοντά στις κορφές των λόφων υπάρχουν λίγα μαντριά και, καμιά φορά, ανάλογα πώς φυσάει, φτάνουν ως εκεί ήχοι από κουδούνια.
Στην κοιλάδα γύρω από τη Χώρα αλλά και στις πλαγιές του βουνού, εδώ κι εκεί, μικρές πράσινες κηλίδες, οάσεις ευφορίας χάρη στις γενναιόδωρες φλέβες νερού που διατρέχουν το νησί, είναι περιφραγμένες με ξερολιθιές.
Τον αγαπάει τούτον τον τόπο τον ποτισμένο με τον ιδρώτα όλων τους, αλίμονο και με το αίμα τόσων εργατών. Ανάμεσά τους και ο άντρας της.
Στρέφεται πάλι προς τη δύση, πάλι προσπαθεί να διακρίνει άνθρωπο στο μονοπάτι. Τίποτα, κανείς. Είναι νωρίς αλλά η αγωνία δεν μετρά σωστά τον χρόνο, «Κάνε, Παναγιά μου, να ’ναι καλά» προσεύχεται. Στις Ευρώπες πόλεμος, στη Θεσσαλονίκη πάνω Κατοχή, στην Αθήνα διχασμός.
Η πόρτα του Αγίου Αθανασίου τρίζει καθώς την ανοίγει, φτιάχνει την μπόλια που κόντεψε να την πάρει ο αέρας, συνεφέρνει τις ανάσες της, μεγάλη η ανηφόρα, και μπαίνει αλαφροπατώντας. Μισοσκόταδο και δροσιά, το μουρμουρητό του παπα-Γιάννη σέρνεται στο πέτρινο δάπεδο, προσεχτικό το βήμα της μην και το πατήσει. Κουρνιάζει σε ένα στασίδι, ο γιος του ιερέα της χαμογελάει και τη θυμιατίζει ορεξάτος, σταυροκοπιέται, του χαμογελάει και κείνη, μια σταλιά παιδί, τι περιμένεις, όλα για παιχνίδι τα ’χουν στην ηλικία του. Γύρω της πέντε, έξι γυναίκες όλες κι όλες με σκυμμένα κεφάλια, κάνουν πως δεν την είδαν, καμιά δεν τη χαιρετάει, με το πρόσχημα της ιερότητας του χώρου. Μόνο σαν ανταμώσουν έξω δυο λόγια τυπικά και φτάνει, μαθημένη είναι. Σαν παιδί ήταν η «ξένη», μεγαλώνοντας αυτή που άρπαξε τον πλούσιο και τον κατέστρεψε, ύστερα το άλλο με τον θειο του άντρα της, ύστερα με το Αφεντικό… Δεν βαριέσαι. Τριάντα χρόνια κοντά κι ακόμη με την πρώτη ευκαιρία θυμούνται τις αμαρτίες που δεν έκανε.
Ο παπάς ψέλνει. Είναι καλός άνθρωπος. Στριμωγμένος και κείνος μέσα στις «αρχές» του Θεού, της οικογένειας και του τόπου του, δύσκολο να ξεφύγεις, απαιτούνται μεγάλη θέληση και πολλά κότσια. Γιατί να είναι όλοι εναντίον της, τον είχε ρωτήσει σε μια της εξομολόγηση, αργούμε να συγχωρήσουμε οι ανθρώποι, τα είχε μασήσει εκείνος. Δεν επέμενε. Να της συγχωρήσουν τι;
Κι αφηρημένη τον είχε ακούσει να της συστήνει να έχει πίστη.
Έχει πίστη. Στο παλικάρι της.
Τον μοναδικό δικό της άνθρωπο…
…άνθρωπος ήταν και ο βασιλιάς του Άργους.
Γι’ αυτό, όταν πήρε χρησμό από το Μαντείο πως ο γιος που θα γεννούσε η θυγατέρα του θα τον σκότωνε και θα του έπαιρνε τον θρόνο, έχτισε ένα κάστρο χωρίς πορτοπαράθυρα και την έκλεισε μέσα. Μάτι άντρα δεν έπρεπε να δει τη Δανάη, μην και την πλανέψει.
Έλα όμως που μια μέρα ο Δίας, ενώ έπληττε φρικτά κι είχε και την Ήρα να του μουρμουρίζει για τις γυναικοδουλειές του, έριξε τα θεϊκά του μάτια, που εμπόδιο δεν γνώριζαν, προς το Άργος και είδε την πριγκίπισσα; Και την πόθησε, κατά το συνήθειό του δηλαδή.
Καιρό δεν έχασε, μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή κι από τη χαραμάδα της οροφής, απ’ όπου της έριχναν νερό και ψωμί, έπεσε στον κόρφο της.
Αγαπήθηκαν, κι εννιά μήνες μετά η βασιλοπούλα γέννησε ένα αγόρι. Σαν το ’μαθε ο πατέρας της σκιάχτηκε, αλίμονο!, ο χρησμός θα επαληθευόταν! Αυτός έπρεπε να απαλλαγεί από το νεογέννητο κι ας αποφάσιζε ο Δίας αν ήθελε να ζήσει ο γιος του ή όχι.
Και χωρίς δισταγμό διέταξε να φτιάξουν ένα σεντούκι που δεν θα βούλιαζε, έκλεισε μέσα μάνα και παιδί, τους φούνταρε στη θάλασσα. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες τα κύματα του πελάγου ταξίδεψαν τη Δανάη και τον γιο της…
Μόνη της τον είχε μεγαλώσει, για χάρη του έκανε ό,τι έκανε, κι αν ήταν αμαρτία, όπως της τη χρέωναν, να την πλήρωνε η ίδια, όχι εκείνος. Τρέμει η ψυχή της κάθε μέρα, προσεύχεται να βγει ζωντανός από τις γαλαρίες, ήμαρτον, Θεέ μου, που δεν σου ’χω εμπιστοσύνη.
…για τον γιο της όλο το νησί μιλούσε πριν γεννηθεί ακόμη.
Επειδή ήταν δικός της. Ο καρπός ενός έρωτα που δεν έπρεπε να συμβεί γιατί αυτή, η κόρη του «Λωλοκούτρη» είχε τολμήσει να σηκώσει τα μάτια σ’ ένα παλικάρι ανώτερό της και, κοίτα να δεις την άτιμη, να τον κάνει να την αγαπήσει τρελά.
Κι όσο το παιδί μεγάλωνε πάλι για κείνον μιλούσαν, τάχα ξαφνιάζονταν που κανείς απ’ το σόι του πατέρα του δεν τον ήθελε.
Μόνη της τον είχε μεγαλώσει, για χάρη του έκανε ό,τι έκανε, κι αν ήταν αμαρτία, όπως της τη χρέωναν, να την πλήρωνε η ίδια, όχι εκείνος. Τρέμει η ψυχή της κάθε μέρα, προσεύχεται να βγει ζωντανός από τις γαλαρίες, ήμαρτον, Θεέ μου, που δεν σου ’χω εμπιστοσύνη. Και δεν τρέμει μόνο για τους κινδύνους της δουλειάς του, μήπως τον φάνε μπαμπέσικα οι σπιούνοι του μεγάλου Αφεντικού φοβάται, λένε πως ακόμη δεν το χώνεψε που περιμάζωξε τη μικρή… Άφησε που ο γιος της έχει κότσια και κατηγορεί το άδικο όπου το συναντήσει. Πόσο μάλλον στα μεταλλεία που χύνει τον ιδρώτα και τρώει τα πλεμόνια του.
Εφτά γυναίκες όλο κι όλο το εκκλησίασμα. Ούτε ένας άντρας. Ούτε ένας άντρας στη Χώρα τέτοια ώρα.
Η Κατερινέτα το ξέρει. Όλοι το ξέρουν.
Οι άντρες λείπουν, δουλεύουν σκληρά.
Δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο
[ΠΗΓΗ: https://bookpress.gr/, του Κώστα Αγοραστού, 16/11/2023]